- αμπελόφυτος
- -η, -οκατάφυτος με αμπέλια: Όλα τα κτήματα γύρω στο χωριό ήταν αμπελόφυτα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀμπελόφυτος — planted with vines masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμπελόφυτος — η, ο (Α ἀμπελόφυτος, ον) (για τόπους) ο φυτεμένος με αμπέλια, κατάφυτος από αμπέλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμπελος + φυτος < φύομαι] … Dictionary of Greek
ἀμπελόφυτον — ἀμπελόφυτος planted with vines masc/fem acc sg ἀμπελόφυτος planted with vines neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμπελοφύτου — ἀμπελόφυτος planted with vines masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμπελοφύτων — ἀμπελόφυτος planted with vines masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμπελόφυτα — ἀμπελόφυτος planted with vines neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμπελόφυτοι — ἀμπελόφυτος planted with vines masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άμπελος — I Αρχαία πόλη της Κρήτης, στον σημερινό νομό Λασιθίου. Με την ίδια ονομασία υπάρχει και μικρό νησί στον Κορινθιακό κόλπο, στο εσωτερικό του κόλπου της Αντίπυρας. Έτσι ονομάζεται επίσης και ένα ακρωτήριο στη Χαλκιδική. II Όνομα μυθολογικών… … Dictionary of Greek
οινόφυτος — οἰνόφυτος, ον (Α) 1. κατάφυτος από αμπέλια, αμπελόφυτος 2. αυτός που φυτεύει που καλλιεργεί αμπέλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + φυτος (< φύομαι), πρβλ. ελαιό φυτος] … Dictionary of Greek
συστάδα — η / συστάς, άδος, ΝΜΑ, και ξυστάς Α ομάδα από αντικείμενα, ιδίως δένδρα ή θάμνους, που στέκονται κοντά το ένα με το άλλο νεοελλ. το σύνολο τών δένδρων που φύονται σε μια δασική έκταση αρχ. 1. (κατά τον Πολυδ.) «ζυγὰς μὲν καὶ συστὰς ἡ ἀμπελόφυτος… … Dictionary of Greek